- συσκηνήτρια
- συσκηνήτριαfemale messmatefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσκηνήτρια — ἡ, Α βλ. συσκηνητήρ … Dictionary of Greek
συσκηνητήρ — ῆρος, ο, θηλ. συσκηνήτρια Α συνδαιτυμόνας, ομοτράπεζος («καὶ τίς σοὐστὶ συσκηνήτρια;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συσκηνῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κινη τήρ)] … Dictionary of Greek